πανηγυρικός

πανηγυρικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο πανηγύρι ή γίνεται για τον εορτασμό, ο γιορταστικός: Πανηγυρική ατμόσφαιρα.
2. ο λαμπρός, ο επιδειχτικός: Πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Βουλής, αλλ. πανηγυριάτικος, πανηγυρίσιος, πανηγυριώτικος.
3. ως ουσ., λόγος που εκφωνείται σε γιορτή ή τελετή: Ο πανηγυρικός (λόγος) της ημέρας θα εκφωνηθεί στην εκκλησία του χωριού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανηγυρικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρικά — πανηγυρικός of neut nom/voc/acc pl πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc/acc dual πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικώτερον — πανηγυρικός of adverbial comp πανηγυρικός of masc acc comp sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικωτέρων — πανηγυρικός of fem gen comp pl πανηγυρικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικῶν — πανηγυρικός of fem gen pl πανηγυρικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικόν — πανηγυρικός of masc acc sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικώτατα — πανηγυρικός of adverbial superl πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικώτατον — πανηγυρικός of masc acc superl sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανηγυρικαῖς — πανηγυρικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”