πανηγυρικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικός — ή, ό / πανηγυρικός, ή, όν, ΝΑ [πανήγυρις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη ή που είναι κατάλληλος για πανήγυρη, εορταστικός, πανηγυρήσιος, πανηγυριώτικος («οὐδὲ ἦν παρασκευὴ πολυτελείας πανηγυρικῆς περὶ τὴν ταφήν», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
πανηγυρικά — πανηγυρικός of neut nom/voc/acc pl πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc/acc dual πανηγυρικά̱ , πανηγυρικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτερον — πανηγυρικός of adverbial comp πανηγυρικός of masc acc comp sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικωτέρων — πανηγυρικός of fem gen comp pl πανηγυρικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικῶν — πανηγυρικός of fem gen pl πανηγυρικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικόν — πανηγυρικός of masc acc sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτατα — πανηγυρικός of adverbial superl πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικώτατον — πανηγυρικός of masc acc superl sg πανηγυρικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανηγυρικαῖς — πανηγυρικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)